- Ἰνδήν
- Ἰνδήfallacyfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρατιστίνδην — (Α) επίρρ. με εκλογή τού καλύτερου, τού ανώτερου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράτιστος + κατάλ. ίνδην (πρβλ. αριστ ίνδην, πλουτ ίνδην)] … Dictionary of Greek
πλουτίνδην — Α επίρρ. κατά τον πλούτο, την περιουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + επιρρμ. κατάλ. ίνδην (πρβλ. αριστ ίνδην κρατιστ ίνδην)] … Dictionary of Greek
φαρυγίνδην — Α επίρρ. με την μορφή φάρυγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρυξ, υγος (βλ. λ. φάρυγγας) + επιρρμ. κατάλ. ίνδην (πρβλ. πλουτ ίνδην)] … Dictionary of Greek
αριστίνδην — (AM ἀριστίνδην) επίρρ. σύμφωνα με την αξία του αρίστου νεοελλ. 1. «αριστίνδην βουλευτής, γερουσιαστής» σύμφωνα με την αξία, εκλογή από τους καλύτερους 2. εκκλ. συγκρότηση της Ιεράς Συνόδου από μητροπολίτες που προέρχονται από την ελεύθερη επιλογή … Dictionary of Greek